- ερεισματικός
- -ή, -ό [έρεισμα]αυτός που χρησιμεύει ως στήριγμα («ερεισματική δοκός» — το δοκάρι που χρησιμεύει ως υποστήριγμα, σε οικοδομικές ή άλλες κατασκευές).επίρρ...ερεισματικώςμε τρόπο που παρέχει υποστήριγμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ερειστικός — ή, ό (AM ἐρεισπκός, ή, όν) [ερείδω] ο ερεισματικός ανατ. φρ. «ερειστικός ιστός» ιστός τού σώματος που χαρακτηρίζεται από την άφθονη και ποικίλης σύστασης μεσοκυττάρια ουσία. Διακρίνεται στον συνδετικό, τον οστίτη και τον χονδρικό ιστό … Dictionary of Greek
ερειστικός — ερειστικός, ή, ό και ερεισματικός, ή, ό αυτός που χρησιμεύει ως έρεισμα, ως στήριγμα: Ερειστικός ιστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)